- εξαγορασία
- ἐξαγορασία, η (AM) [εξαγοράζω]εξαγορά αιχμαλώτου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξαγορασία — ἐξαγορασίᾱ , ἐξαγορασία ransom fem nom/voc/acc dual ἐξαγορασίᾱ , ἐξαγορασία ransom fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγορασίας — ἐξαγορασίᾱς , ἐξαγορασία ransom fem acc pl ἐξαγορασίᾱς , ἐξαγορασία ransom fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)